πηλώδης

πηλώδης
-ες, ΝΜΑ [πηλός]
νεοελλ.
όμοιος με πηλό
μσν.-αρχ.
γεμάτος πηλό, γεμάτος λάσπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πηλώδης — clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) πηλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πηλώδης clayey masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδει — πηλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πηλώδης clayey masc/fem/neut dat sg πηλώδεϊ , πηλώδης clayey dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδη — πηλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πηλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πηλώδης clayey masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλῶδες — πηλώδης clayey masc/fem voc sg πηλώδης clayey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδεις — πηλώδης clayey masc/fem acc pl πηλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδεσι — πηλώδης clayey masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδεσιν — πηλώδης clayey masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλώδους — πηλώδης clayey masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БУТРОТ —    • Buthrōtum,          Βουθρωτόν, н. Бутринто, с замечательными развалинами, цветущий приморский город и впоследствии римская колония на эпирском берегу, против Керкиры, с небольшим замком и гаванью Пелодом (Πηλώδης, Παλω̃δες). По преданию, он… …   Реальный словарь классических древностей

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”